παραλείπομαι

παραλείπομαι
παραλείπομαι, παραλείφθηκα (σπάν. παραλείφτηκα) βλ. πίν. 10

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • παρεώ — άω / παρεῶ, άω, ΝΜΑ αφήνω κάτι να παρέλθει, παραβλέπω παραμελώ νεοελλ. ναυτ. α) (σχετικά με άγκυρα) αφήνω να ολισθήσει στη θάλασσα, κν. καλουμάρω β) (σχετικά με σχοινιά) χαλαρώνω, λασκάρω, μποσικάρω μσν. 1. εγκαταλείπω, αφήνω 2. επιτρέπω (μσν αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”